του Στ. Δρόσου, νομικού και μεταπτυχιακού φοιτητή στο ΕΚΠΑ

Στην πρόσφατη περίοδο βλέπουμε μία σειρά από εκδηλώσεις που μιλούν για την ανάγκη αναθεώρησης του Μαρξισμού, της αποσύνδεσης του Μαρξ από τον Ένγκελς και τον Λένιν, της εύρεσης ενός «νέου πολιτικού υποκειμένου» αντί της «ξεπερασμένης» εργατικής τάξης. Ενώ κάθε προβληματισμός που συμβάλει στην ανάπτυξη του Μαρξισμού είναι ευπρόσδεκτος, όταν μιλάμε για φαινόμενα σαν το παραπάνω πρέπει να εξετάζουμε κατά πόσο πρόκειται πράγματι για προβληματισμό που όντως επιδιώκει να συμβάλει στην ανάπτυξη του Μαρξισμού ή εάν πρόκειται για μία ύπουλη βόμβα στα θεμέλια της Μαρξιστικής – Λενινιστικής Κοσμοθεωρίας (δεν μιλάμε για ιδεολογία, αφού αυτή συνιστά διαστρεβλωμένη θεώρηση της πραγματικότητας, και δεν θα δεχτούμε επ’ ουδενί να αποσυνδέσουμε τον Μαρξισμό από τον Λενινισμό, καθώς όπως θα καταδείξουμε παρακάτω δεν μπορεί να γίνει λόγος για Μαρξισμό χωρίς Λενινισμό στην σημερινή περίοδο).

 Αφορμή για το παρόν άρθρο στέκεται μία συγκεκριμένη εκδήλωση-βιβλιοπαρουσίαση ενός περιοδικού (που έλαβε χώρα τον Απρίλη του 2024), το οποίο πίσω από τον τίτλο του κρύβεται μία μορφή πολιτικής οργάνωσης – από την στιγμή που υφίσταται και η πιο μικρή έννοια δομής και πολιτικών επεξεργασιών, στην πραγματικότητα μιλάμε για πολιτική οργάνωση. Όμως, οι ρεβιζιονιστές του εν λόγω χώρου, μιλώντας ουσιαστικά για άρνηση ανάγκης Πολιτικής Οργάνωσης με τα γνωστά χαρακτηριστικά, προσπαθούν να συμβάλουν στην αποπολιτικοποίηση του κινήματος.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΞΙΑ – ΑΞΙΑ ΧΡΗΣΗΣ – ΧΡΗΜΑ

 Για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στο «ζουμί» του παρόντος άρθρου, θα πρέπει να επεξηγηθούν οι έννοιες της Αξίας στο Μαρξιστικό Έργο (και ειδικά στο Κεφάλαιο). Η Αξία, κατά τον Λ. Σεγκάλ[1],[2], είναι η «κοινή (…) ιδιότητα όλων των εμπορευμάτων, δηλαδή το γεγονός ότι το εμπόρευμα αποτελεί συμπύκνωση σε ένα πράγμα της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας που ξοδεύτηκε για την παραγωγή του». Ήδη από αυτό το απόσπασμα γίνεται κατανοητό ότι είναι αναγκαία η παραγωγή απτού, υλικού προϊόντος (εμπόρευμα) και όχι λογιστικού/φαντασιακού λογιστικού χρήματος ή πλεονάσματος ή υπηρεσιών για να μιλήσουμε για αξία. Βέβαια εδώ, θα μπορούσε κάποιος καλοπροαίρετος (;) να πει ότι δεν προκύπτει ευθέως κάτι τέτοιο και ότι αυτό βγαίνει κάπως καταχρηστικά. Ας δούμε, όμως, τι μας λέει η ίδια πηγή για το Εμπόρευμα: «κάθε εμπόρευμα πρέπει να είναι αξία χρήσης (…)»[3]. Και τι είναι αξία χρήσης; «Η ιδιότητα που έχει το εμπόρευμα να ικανοποιεί την μία ή την άλλη ανάγκη του ανθρώπου, ονομάζεται αξία χρήσης».[4] Εδώ, πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι το χρήμα είναι εμπόρευμα (η ανώτατη μορφή εμπορεύματος κατά τον Μαρξ, λόγω του ρόλου που επιτελεί στην ανταλλαγή υπηρεσιών και αγαθών) και αποτυπώνει μία φαντασιακής μορφής έκφραση της Αξίας. Άλλωστε «για αυτό το χρήμα δεν έχει τιμή, αφού η τιμή είναι η έκφραση της αξίας σε χρήμα και το χρήμα δεν μπορεί να εκφράσει με τον εαυτό του την αξία του»[5].

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΝΓΚΕΛΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΞ

 Ένα ακόμη «στενάχωρο» της περιγραφόμενης εκδήλωσης ήταν η προσπάθεια αποσύνδεσης του Ένγκελς από τον Μαρξ, υπερτονίζοντας ορισμένες διαφωνίες που μπορεί οι δύο στοχαστές να είχαν εκφράσει κατά την μεταξύ τους αλληλογραφία, προκειμένου να φανεί ότι ο Ένγκελς ήταν δήθεν ριζικά διαφορετικός απ’ τον Μαρξ σε κρίσιμα ζητήματα της φιλοσοφίας. Αυτό φυσικά καταρρίπτεται από το γεγονός ότι ο Μαρξ εμπιστεύτηκε στον Ένγκελς την ολοκλήρωση του Κεφαλαίου, και όχι σε κάποιον άλλο στοχαστή της εποχής (ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφέρει τις σημειώσεις του Μαρξ και να τις «τροποποιήσει» όπως θα ‘θελε – αντίθετα, αυτήν την μοίρα την επιφύλαξαν στο Μαρξιστικό έργο οι αξιοσέβαστοι κύριοι της Β΄Διεθνούς).

 Ας μείνουμε, όμως, λίγο στο ζήτημα του Κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα, στόχος της επίθεσης αυτής κατά του Ένγκελς βρίσκεται ακριβώς εκεί: στο να παραμεριστεί η συμβολή του Ένγκελς στην συγγραφή του Κεφαλαίου και να βγει μια νέα, πιο «ανώδυνη» έκδοση του τεράστιου αυτού Έργου.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗ-ΥΛΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ, ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ ΤΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ

Κατά την εκδήλωση παρουσιάστηκαν πολλές αντιμαρξιστικές θέσεις, με έναν «μαρξιστικό» μανδύα. Θεμέλιος λίθος όλων των προαναφερθεισών θέσεων, όμως, ήταν η νεωτερική θεωρία της «μη υλικής παραγωγής» – που έρχεται κατά διαστρέβλωση της μαρξιστικής θέσης περί «μη-παραγωγικής εργασίας» (δηλαδή της εργασίας σε τομείς παροχής υπηρεσιών κλπ, όπου η παραγόμενη υπεραξία παράγεται απευθείας με την μορφή λογιστικού πλεονάσματος). Τι λέει η θεωρία αυτή στην πραγματικότητα; Λέει μέσες άκρες ότι η παραγωγή δεν αφορά μόνο το υλικό εμπόρευμα, αλλά ότι υπάρχει και μία μη-υλική μορφή του εμπορεύματος, ή όπως τέθηκε ειρωνικά από τους ομιλητές – απουσία επιχειρημάτων – «δεν είναι μόνο τα φουγάρα εμπόρευμα»[6]. Όπως είδαμε παραπάνω όμως, το εμπόρευμα έχει απαραίτητα υλική διάσταση.

 Πίσω απ’ αυτήν την θεμελιώδη μαρξιστική παραδοχή τίθεται και ένα βαθύ φιλοσοφικό ζήτημα: η παραδοχή της πιθανότητας μίας «μη-υλικής παραγωγής» (άρα πνευματικής) θα σήμαινε απόρριψη του πρωτεύοντος χαρακτήρα αποκλειστικά της ύλης (ακρογωνιαίου λίθου του διαλεκτικού υλισμού), αφού θα λέγαμε ότι κατά περίπτωση ενδέχεται το πνεύμα να είναι κυρίαρχο προϊόν της παραγωγής και ανταλλαγής ως εμπόρευμα.

 Ποιος ο κίνδυνος από μία τέτοια ερμηνεία ή φιλοσοφική ανάλυση; Δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι δικαίωμα του κάθε μαρξιστή να «παρεκκλίνει» σε ένα επί μέρους φιλοσοφικό ζήτημα; Η αλήθεια είναι πως αν μιλούσαμε για άλλου είδους φιλοσοφικά ζητήματα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι μπορεί ένας μαρξιστής να παρεκκλίνει από την «κεντρική γραμμή». Εδώ όμως, δυστυχώς, η δυνατότητα αυτή δεν υφίσταται. Και δεν υφίσταται γιατί δεν υπάρχει Μαρξισμός αποσυνδεδεμένος από τον διαλεκτικό υλισμό.

 Όμως, η ανάλυση αυτή δημιουργεί κινδύνους για το κίνημα ακόμα και σε ζητήματα στρατηγικής. Τι γίνεται αν δεχτούμε την αρχή της πνευματικής (ή μη-υλικής) παραγωγής, ειδικά σε συνδυασμό με την διαστρεβλωμένη ερμηνεία του χρήματος (όπου εδώ οι ομιλητές παρουσίασαν το χρήμα με την αστική του ερμηνεία); Πρώτα και κύρια πέφτουμε στην παγίδα της Καθολικής Εργατικότητας, της θεωρίας κατά την οποία όποιος λαμβάνει μισθό ανήκει στην εργατική τάξη. Γιατί αυτό είναι επικίνδυνο; Γιατί, πολύ απλά, έτσι δημιουργούνται λαθεμένες στρατηγικές συμμαχιών του κινήματος. Παράδειγμα: μισθό λαμβάνουν και τα Διευθυντικά Στελέχη των εταιρειών, μισθό λαμβάνουν και οι αρχιμανδρίτες, μισθό λαμβάνουν και οι Πρυτάνεις κοκ. Με βάση τα Μαρξιστικά – Λενινιστικά κριτήρια καθορισμού των τάξεων και των εντασσόμενων σε αυτές καθώς και στα μεσοστρώματα, αυτές οι κατηγορίες που προαναφέραμε είναι στην τρανή πλειοψηφία των περιπτώσεων εχθροί του προλεταριάτου, λακέδες της Αστικής Τάξης. Κατά την θεωρία της Καθολικής Εργατικότητας, είναι όχι απλά σύμμαχοι, μα και πρωτοπόροι εργάτες. Αντί όμως να κάνουμε εμείς υποδείξεις, θα αφήσουμε τους αναγνώστες μας να κρίνουν τι τους φαίνεται ορθότερο.

Ο δεύτερος κίνδυνος που προκύπτει για το εργατικό κίνημα από τις παραπάνω διαστρεβλώσεις (δηλαδή την ερμηνεία των Μαρξιστικών – Λενινιστικών όρων με βάση την έννοια που η αστική ιδεολογία αποδίδει), είναι ο κίνδυνος παραμερισμού σημαντικών εκφάνσεων της σύγχρονης πάλης και κατεύθυνσης που οφείλει το εργατικό κίνημα να έχει. Βασική παρερμηνεία εδώ, είναι η προσπάθεια κατάρριψης του Λενινισμού με το επιχείρημα ότι «δεν έχει εξαλειφτεί ο ανταγωνισμός, άρα δεν υπάρχει μονοπώλιο όπως έλεγαν οι θεωρίες του 20ου αιώνα». Μάλιστα! Τι αποφεύγει να μας πει εδώ αυτός ο φάρος της λαϊκής διαφώτισης; Αποφεύγει να μας πει ότι ο Λένιν δεν μίλησε για το μονοπώλιο με την αστική του έννοια, αυτήν του οριζόντιου μονοπωλίου (δηλαδή της αποκλειστικής διάθεσης ενός προϊόντος από μία επιχείρηση, και άρα εξάλειψης του ανταγωνισμού), αλλά για το καθετοποιημένο μονοπώλιο (δηλαδή της παραγωγικής αυτάρκειας μιας επιχείρησης, έχοντας στην κατοχή της -υπό την μορφή ομίλου συνήθως- όλες τις αναγκαίες μονάδες για να παραχθεί ένα προϊόν, από την άντληση πρώτων υλών ως την τελική μορφή του) και απέδειξε ότι ο καπιταλισμός έχει εισέλθει στο στάδιό του αυτό, το μονοπωλιακό στάδιο.

 Φαινομενικά αυτό μοιάζει με ένα μικρό ζήτημα. Είναι όμως έτσι; Η απάντηση είναι πως όχι, και εκεί έγκειται η πολεμική και ο λόγος που τέτοια ιδεολογήματα, όπως και οι οργανώσεις που τα εκφράζουν, πρέπει να περιθωριοποιηθούν από το κίνημα. Με την άρνηση της ύπαρξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού, αμφισβητείται ο ιμπεριαλισμός: «μη-μονοπωλιακός καπιταλισμός» σημαίνει «μη-ιμπεριαλισμός» με βάση τον Μαρξιστικό – Λενινιστικό ορισμό. Η αντίληψη που προωθείται περί μίας «κυρίαρχης ελληνικής αστικής τάξης» που τάχα «δεν είναι καημένη γιατί μπορεί και μας καταδυναστεύει» είναι εντελώς ανεδαφική. Η ελληνική αστική τάξη είναι κυρίαρχη απέναντι στον λαό, όμως έχει τα δικά της αφεντικά, στα οποία δεν μπορεί να πάει και πολύ κόντρα – χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να επιβάλλει άλλες εξελίξεις σε μικρότερες χώρες. Η εξάρτηση των χωρών δεν είναι κάτι το ενιαίο. Η συκοφάντηση του γνήσιου αντιιμπεριαλιστικού αγώνα ότι τάχα «θέλετε να τα βρείτε με την αστική τάξη, να την κάνετε κυρίαρχη και μετά να φέρετε έναν ψευτοσοσιαλισμό» (όπως λένε ορισμένοι) είναι αισχρή, γιατί η μαρξιστική – λενινιστική κοσμοθεωρία καθιστά σαφές πως η εξάρτηση δεν μπορεί να εξαλειφτεί με συνεργασία με την Αστική Τάξη, μα αντίθετα με την ανατροπή της Καπιταλιστικής Οικονομικής Βάσης, την εγκαθίδρυση του Σοσιαλισμού. Εξαίρεση σε αυτήν την γραμμή αποτέλεσαν οι πολιτικές προσωρινών συμμαχιών με αστικές δυνάμεις της Γ’ Διεθνούς, που όμως αφορούσαν τις αποικίες.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ «ΝΕΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ»

 Τέθηκαν παραπάνω κάποια ζητήματα. Ας σταθούμε λίγο και στο ζήτημα του «νέου πολιτικού υποκειμένου» αντί της εργατικής τάξης που θεωρείται ξεπερασμένη. Εδώ και αν βλέπουμε σύγκρουση προσωπικότητας (ή και τρικυμία εν κρανίω) για το προαναφερθέν περιοδικό/οργάνωση: από την μία όλοι είναι εργατική τάξη, απ’ την άλλη είναι πολύ περιορισμένη αριθμητικά και άρα ξεπερασμένη η εργατική τάξη και πρέπει να βρούμε «νέο πολιτικό υποκείμενο».

 Μπορούμε να μιλήσουμε για μία τέτοια ανάγκη; Όχι, δεν μπορούμε. Το πολιτικό υποκείμενο της Κομμουνιστικής Οργάνωσης (και του Κομμουνιστικού Κόμματος) ήταν, είναι και θα είναι (όπως και οφείλει να είναι) η Εργατική Τάξη. Γιατί αυτό; Για μία σειρά λόγους: πρώτον, στην κρίσιμη φάση, η Εργατική Τάξη είναι πρωτοπόρα. Ο αριθμητικός περιορισμός δεν σημαίνει τίποτε, από την άποψη ότι στις μεγάλες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, δεν βλέπαμε την εργατική τάξη να είναι κοινωνικά πλειοψηφούσα (πχ στην Οκτωβριανή Επανάσταση, όπως και στην Κινεζική βλέπουμε κυρίως αγροτικές χώρες). Είναι όμως και ζήτημα μετεπαναστατικής στρατηγικής: δεν μπορεί να υπάρξει σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς εργατική τάξη. Η βιομηχανική ανάπτυξη είναι αναγκαία και κατ’ αυτήν την έννοια η εργατική τάξη θα είναι επίσης αναγκαία. Η διαφορά είναι ότι στον καπιταλισμό, η εργατική τάξη είναι θύμα της εκμετάλλευσης, ενώ στον σοσιαλισμό καθίσταται κυρίαρχη τάξη, που κυβερνά και διοικεί το κράτος που οδεύει στην απονέκρωσή του. Την ίδια στιγμή, από την ίδια την Κομμουνιστική κοσμοθεωρία προκύπτει η ανάγκη για μια σημαντική διευκρίνιση: ο πρώτος, ο βασικότερος λόγος που η εργατική τάξη είναι πρωτοπόρα και καθοδηγήτρια είναι γιατί αποτελεί τον κύριο δέκτη της εκμετάλλευσης στον καπιταλισμό. Είναι φορέας της κοινωνικής χειραφέτησης γιατί χρειάζεται όσο κανείς άλλος την κοινωνική χειραφέτηση. Είναι ικανή να συντονίσει την παραγωγή γιατί ξέρει πως γίνεται η παραγωγή. Και για αυτόν τον λόγο είναι ανάγκη να καταλάβει πλέρια και ολοκληρωμένα την εξουσία.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ (ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ)

Προσπαθήσαμε παραπάνω να παρουσιάσουμε μερικές προβληματικές. Υπάρχουν όμως και μερικά ερωτήματα (που είναι στην πραγματικότητα και απαντήσεις σε αυτά τα νέα «παραμύθια της Χαλιμάς», όπως θα έλεγε και ο Ι. Στάλιν). Πρώτον, γιατί τόσος ζήλος για να αποσπαστεί ο Ένγκελς από την Μαρξιστική θεωρία; Δεύτερον, γιατί τέτοια προσπάθεια να καταρριφθεί ο Λενινισμός, και μάλιστα με προσφυγή σε συκοφαντίες; Τρίτον, γιατί τέτοια απόρριψη της πολιτικής οργάνωσης σαν δομή; Μήπως αυτό απορρέει από τις προσταγές των πολιτικών αφεντικών ορισμένων, οι οποίοι είναι «χρεωμένοι» να περνάνε συγκεκριμένες κομματικές γραμμές μέσω (δήθεν) «ανεξάρτητων» εντύπων; Ή μήπως υπάρχουν άλλες συνδέσεις για την αποπολιτικοποίηση του κινήματος, μέσω του τάχα νέου (μα στην πραγματικότητα παλιού ή και αρχαίου) επιχειρήματος «οι πολιτικές οργανώσεις έχουν αποτύχει»;

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Αντί άλλου επιλόγου, θα αφιερώσουμε στους (όχι και τόσο) φλογερούς διανοητές τα παρακάτω λόγια του Β. Ι. Λένιν, από το έργο του «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι»:

«Τι εμβρίθεια! Τι εκλεπτυσμένος λακεδισμός μπροστά στην αστική τάξη! Τι πολιτισμένος τρόπος να σέρνεσαι με την κοιλιά μπροστά στους καπιταλιστές και να τους γλείφεις τις μπότες»!

 Ναι, αυτό σίγουρα οφείλουμε να το αφιερώσουμε ανοιχτά στους κυρίους αυτούς οι οποίοι δεν έχουν καν το θάρρος να δεχτούν ότι είναι πολιτική οργάνωση και έχουν βαλθεί να καταρρίψουν τον Λένιν, να μας πουν ότι δεν υπάρχει ιμπεριαλισμός, δεν υπάρχει εξάρτηση και πως η εργατική τάξη είναι υπαρκτή και υπερδιογκωμένη απ’ την μια και εντελώς ανύπαρκτη απ’ την άλλη.

Η μελέτη του Μαρξ στο σήμερα δεν νοείται χωρίς την μελέτη του Ένγκελς, του Λένιν, του Στάλιν, άλλων θεωρητικών του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όπως και των έργων των εν Ελλάδι θεωρητικών, του Ν. Ζαχαριάδη, του Γ. Κορδάτου, του Γληνού κ.α.


[1] Λ. Σεγκάλ, Βασικές Αρχές Πολιτικής Οικονομίας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 40

[2] Εδώ -ας μας συγχωρήσουν οι ρεβιζιονιστές- δεν θα μείνουμε μόνο στον Μαρξ, ούτε θα καταφύγουμε στον Αλτουσέρ

[3] Ο.π. σελ. 36, 1α §4

[4] Ο.π. σελ. 36, 1α §1

[5] Ο.π. σελ. 49

[6] [Σχόλιο του γράφοντα: Οποία απαξίωση επιδεικνύουν αυτοί οι κύριοι για το Βιομηχανικό Προλεταριάτο, και οποία απαξίωση θα πρέπει το Βιομηχανικό Προλεταριάτο να επιδείξει για αυτούς σε άλλες μέρες]