Συνιστά γενικά ορθή παραδοχή ότι ο Δογματισμός και ο Ρεβιζιονισμός είναι αντιμαρξισμός. Τίθεται συχνά το ερώτημα, ποια είναι τα όρια της συνεπούς κομμουνιστικής θέσης, ή αλλιώς πού ξεκινά και πού σταματά ο συνεπής μαρξισμός – λενινισμός, πού ξεκινά και πού σταματά ο δογματισμός και πού ξεκινά και πού σταματά ο ρεβιζιονισμός.
1.: Μαρξισμός – Λενινισμός: ενότητα Διαλεκτικής – Υλιστικής Φιλοσοφίας, Πολιτικής Θεωρίας και Πολιτικής Πράξης – Δράσης
Για να αναλυθεί το ζήτημα οφείλει να εξεταστεί σε πρώτη φάση το τι είναι ο μαρξισμός – λενινισμός. Έχει αναπτυχθεί – και σωστά – η θέση ότι ο μαρξισμός – λενινισμός είναι εργαλείο επιστημονικής μελέτης, δεν αποτελεί δόγμα ή ευαγγέλιο. Η επαναστατική κοσμοθεωρία αυτή, συνδυάζει τα δύο προοδευτικότερα ρεύματα στον τομέα της φιλοσοφίας: την διαλεκτική και τον υλισμό. Από αυτήν την ένωση προκύπτει η επιστημονική ανάλυση του Διαλεκτικού Υλισμού. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι βασικό στοιχείο της διαλεκτικής είναι η εισαγωγή της Διαλεκτικής Λογικής, που έρχεται σε αντίθεση με την Τυπική.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναλυθούν οι τρεις θεμελιώδεις νόμοι της διαλεκτικής: α) Ο νόμος του περάσματος των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές αλλαγές, β) ο νόμος της ενότητας και πάλης των αντιθέτων και γ) ο νόμος της Άρνησης της Άρνησης. Για να προχωρήσουμε στην παραπάνω ανάλυση, θα καταφύγουμε στο βιβλίο «Οι βασικές αρχές της Μαρξιστικής Φιλοσοφίας», που συγγράφηκε από ομάδα σοβιετικών επιστημόνων το 1959 και στην Ελλάδα πρωτοκυκλοφόρησε μεταφρασμένο το 1961 από τις «Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις» και σήμερα κυκλοφορεί από την «Σύγχρονη Εποχή». Παρά το ότι το βιβλίο γράφτηκε μετά το 1956 και την απαρχή της θεσμικής ανατροπής του Σοσιαλισμού στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, η γενική του αποτίμηση είναι θετική. Όπως αναφέρεται στο προαναφερθέν βιβλίο, «Ο νόμος του περάσματος των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές είναι ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο οι ασήμαντες, αρχικά ανεπαίσθητες, ποσοτικές αλλαγές, συσσωρευμένες βαθμιαία, σε ορισμένη βαθμίδα παραβιάζουν το μέτρο του αντικειμένου και προκαλούν ριζικές ποιοτικές αλλαγές, γεγονός που έχει σαν συνέπεια την αλλαγή των αντικειμένων, την εξαφάνιση της παλιάς ποιότητας και την εμφάνιση καινούργιας ποιότητας». Ως προς τον νόμο της Ενότητας και Πάλης των Αντιθέτων, προκύπτει ότι «(…) είναι ο νόμος, δυνάμει του οποίου σε όλα τα πράγματα, φαινόμενα και προτσές προσιδιάζουν πλευρές, τάσεις, εσωτερικά αντιφατικές, που βρίσκονται σε κατάσταση πάλης. Η πάλη των αντιθέτων δίνει την εσωτερική ώθηση για ανάπτυξη, οδηγεί στο φούντωμα των αντιφάσεων, που λύνονται σε ένα ορισμένο στάδιο με την εξαφάνιση του παλιού και την εμφάνιση του καινούργιου». Τέλος, «(…) ο νόμος της άρνησης της άρνησης είναι ο νόμος που η δράση του καθορίζει τη σύνδεση, τη συνέχεια ανάμεσα στο αντικείμενο και το υποκείμενο της άρνησης, συνέχεια που έχει σαν επακόλουθο το ότι η διαλεκτική άρνηση δεν είναι μία κενή, μία δίχως νόημα άρνηση που απορρίπτει όλη την προηγούμενη ανάπτυξη, αλλά όρος της ανάπτυξης η οποία κρατάει και διατηρεί ό,τι θετικό υπήρχε στα προηγούμενα στάδια, επαναλαμβάνει πάνω σε ανώτερη βάση μερικά γνωρίσματα των αφετηριακών βαθμίδων και έχει, στο σύνολο, προχωρητικό, προοδευτικό χαρακτήρα».
Μέσα από την εφαρμογή της διαλεκτικής λογικής σε σύνδεση με την υλιστική ανάλυση που ορίζει ότι πρωτεύουσα δύναμη είναι η ύλη έναντι του πνεύματος (καθώς το τελευταίο αποτελεί γέννημα, προϊόν της πρώτης), οδηγεί στην παραπάνω αναφερόμενη επαναστατική κοσμοθεωρία, αυτή του Διαλεκτικού Υλισμού.
Στην μελέτη της κοινωνικής προόδου, η εφαρμογή του Διαλεκτικού Υλισμού μεταφράζεται στην εξέταση της μελέτης των κοινωνικών και πολιτικών (ουσιαστικών πολιτικών και όχι κομματικών ή εκλογικών) συσχετισμών, σε συνάρτηση με την αντικειμενική πολιτική πραγματικότητα. Η εξέταση της πραγματικότητας αυτής δεν αποτελείται μόνο από την εξέταση οικονομικών σχέσεων, ούτε από την εξέταση αποκλειστικά των πολιτικών, αστικών ή λαϊκών δικαιωμάτων. Δεν πρέπει να αμελείται, άλλωστε, ότι η οικονομία αποτελεί την βάση της κοινωνικής οργάνωσης, ενώ ζητήματα όπως τα λαϊκά δικαιώματα, πολιτικές – αστικές ελευθερίες, και το θεωρητικό πλαίσιο που τα διαμορφώνει, αποτελούν το ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό εποικοδόμημα.
Η ίδια η μελέτη αυτή γεννά για τους μαρξιστές – λενινιστές, για τους Συνεπείς Κομμουνιστές, μία παραδοχή, γεννά και μία ευθύνη. Τι εννοείται με αυτό: η παραδοχή που απορρέει από αυτήν την μελέτη είναι ότι καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, οι συσχετισμοί μπορεί να μεταβάλλονται, η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα μπορεί να αλλάζει. Η ευθύνη που γεννάται, απορρέουσα από την μαρξιστική – λενινιστική, διαλεκτικοϋλιστική μελέτη, είναι αυτή της προσεκτικής μελέτης και τήρησης της επιστημονικής διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου. Οι αναλύσεις που στην πορεία χάνουν αυτό το εργαλείο, καταλήγουν να μεταβάλλουν το επαναστατικό υποκείμενο, αναζητούν μεταλενινιστικά υποκατάστατα, και στο τέλος οδηγούνται στην μετεξέλιξη τους σε χρήσιμα εργαλεία της Αστικής Τάξης, αφού στο τέλος της διαδρομής αυτής βρίσκεται η απόρριψη της επαναστατικής πρακτικής και στρατηγικής.
2.: Δογματισμός: Μαρξισμός κατ’ επίκληση, μεταφυσική θεωρία στην πράξη
Αναφερθήκαμε παραπάνω στο ζήτημα του Δογματισμού. Τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: τι είναι ο δογματισμός; Η απάντηση μπορεί να τεθεί σε μία σχετικά απλή και εκλαϊκευμένη βάση. Δογματισμός είναι εκείνη η προσέγγιση η οποία αγνοεί πλήρως τις βασικές αρχές της διαλεκτικής, οι οποίες και σ’ έναν βαθμό αναλύθηκαν παραπάνω, και μετατρέπει τον Μαρξισμό – Λενινισμό σε ένα δόγμα θρησκευτικού τύπου. Οι δογματικές αναλύσεις όχι μόνο προσπαθούν να μεταφέρουν αυτούσια συμπεράσματα προηγούμενων περιόδων στην σημερινή περίοδο (πχ γραμμές για την συγκρότηση μετώπων, χαρακτήρας της εργατικής τάξης κλπ), αλλά ακόμη χειρότερα επιχειρούν να θέσουν θεωρητικούς και μελετητές σε ένα άτυπο «απυρόβλητο», λένε πχ ότι «δεν μπορούν οι σημερινοί κομμουνιστές να κάνουν κριτική στον Στάλιν», υιοθετούν συχνά το επιχείρημα περί «Σταλινολογίας», «Σινοφοβίας» κλπ για όποιον ασκεί κριτική. Το κρίσιμο εδώ είναι ότι μέσα από τον δογματισμό προλειαίνεται το έδαφος για την επιβολή μίας γραφειοκρατικής ολιγαρχίας πρώτον εντός της οργάνωσης που υιοθετεί την λογική αυτή, δεύτερον επιχειρείται η επιβολή της ολιγαρχίας του γραφειοκρατικού στρώματος σε άλλες οργανώσεις. Έτσι, αυτές οι δυνάμεις νιώθουν ότι ξέρουν πάρα πολύ καλά ποιοι θεωρητικοί πρέπει και ποιοι δεν πρέπει να μελετιούνται και καλούν να ρίξουμε τους μη-συνεπείς θεωρητικούς στο πυρ το εξώτερον. Υποστηρίζουν ότι οι λεγόμενοι «εχθρικοί θεωρητικοί» (πχ στις δογματικές αναλύσεις του κομμουνιστικού, μαρξιστικού – λενινιστικού χώρου τέτοιος θεωρείται ο Λ. Τρότσκι) δεν πρέπει να μελετώνται και ότι πρέπει να μένουν στο περιθώριο. Αγνοούν, έτσι, ότι ορισμένα πράγματα που μπορεί να λέει ένας άνθρωπος που μπορεί να οδηγήθηκε σε λαθεμένες αναλύσεις ενδέχεται να είναι σωστά. Τι εννοείται με αυτό: είναι γνώμη μας συλλογικά, ότι η τροτσκιστική πχ ανάλυση είναι λαθεμένη στα περισσότερα από όσα υποστηρίζει. Με την παραβίαση της συνεπούς Κομμουνιστικής λογικής, θα οδηγούμασταν στο συμπέρασμα ότι όλα όσα είπε ο Λ. Τρότσκι ήταν λαθεμένα. Μία τέτοια απολυτοποίηση θα ήταν ολοκληρωτικά εσφαλμένη, αφού παραγνωρίζονται ενδεχόμενες σωστές τοποθετήσεις του εν λόγω θεωρητικού.
Στην πραγματικότητα, ο δογματισμός αντιμετωπίζει μεταφυσικά τον μαρξισμό: δεν αναγνωρίζει την εξέλιξή του δυναμικά στο πέρασμα των χρόνων, δεν ασχολείται με την μελέτη του ως επιστημονικό εργαλείο ερμηνείας της πραγματικότητας. Συνήθως, οι δογματικοί δεν ασχολούνται με την θεωρία – αντίθετα, υποστηρίζουν την απόρριψη της επιστημοσύνης γενικά (ώστε να επιβληθεί πιο εύκολα η μεταφυσική τους μέθοδος), με αισχρά συνθήματα και μιλούν για «ιδεολογικοποίηση της επιστήμης», αγνοώντας ότι η επιστήμη είναι αντικειμενική: η «ιδεολογικοποιημένη επιστήμη» είναι ο (πρισματικός) επιστημονισμός. Συχνό αφήγημα των δογματικών χώρων είναι ότι δεν χρειάζεται η μελέτη παρά μόνο η δράση ή ότι είναι πιο σημαντική η δράση από την μελέτη. Τι κρύβει αυτή η ανάλυση; Ότι καθώς είναι αναγκαίο να καλλιεργείται το μοντέλο της συντροφικής αυτενέργειας, με λιγότερο κεντρικά συγκεντρωτικές μεθόδους, απαιτείται υψηλό επίπεδο πολιτικής και μαρξιστικής αυτομόρφωσης.
3.: Ρεβιζιονισμός: Άρνηση του Μαρξισμού στο όνομα του εκσυγχρονισμού
Αναπτύχθηκε παραπάνω μία σύντομη ανάλυση του δογματισμού και της ζημιάς που κάνει στο κίνημα. Χρειάζεται, όμως, μία προσοχή: συχνά, πολλές δυνάμεις προκειμένου να αποφύγουν την παγίδα του δογματισμού, καταλήγουν να πέσουν στην παγίδα του ρεβιζιονισμού ή σε άλλες περιπτώσεις επιλέγεται συνειδητά αυτός ο δρόμος.
Ο Ρεβιζιονισμός απορρίπτει θεμελιώδεις μαρξιστικές αρχές, θεοποιεί τον αστικό ακαδημαϊσμό αγνοώντας ότι ο κίνδυνος του πρισματικού επιστημονισμού είναι υπαρκτός, ενώ φυσικά και ο αστικός ακαδημαϊσμός δεν είναι κάτι το ενιαίο. Οι ρεβιζιονιστικές αναλύσεις συχνά υιοθετούν ιδεαλιστικές πλευρές, ενώ δεν διστάζουν να προχωρήσουν σε σημαντικές αλλοιώσεις στην Μαρξιστική – Λενινιστική κοσμοθεωρία, όπως λχ άρνηση του ιμπεριαλισμού, της ύπαρξης της εξάρτησης ως οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής σχέσης, η ύπαρξη της εργατικής τάξης κλπ.
Στην πραγματικότητα όμως, αυτές οι «νεότερες» αναλύσεις (που στον πυρήνα τους είναι πολύ παλιές, και συνδυάζουν στοιχεία από αναλύσεις του ουτοπικού σοσιαλισμού και του πρώιμου – ανώριμου αναρχισμού) καταλήγουν όχι απλώς να απορρίπτουν βασικές μαρξιστικές – λενινιστικές αρχές, αλλά και να τις δαιμονοποιούν. Παρουσιάζουν ως «σωστό» Μαρξισμό ένα διαστρεβλωμένο ιδεολογικό κατασκεύασμα, δίχως ίχνος αντικειμενικής επιστημονικής ανάλυσης και απορρίπτουν συχνά τον Λενινισμό.
4.: Η δική μας στάση
Για να ξεκαθαριστεί το ζήτημα της δικής μας στάσης, πρέπει να απαντηθούν βασικά ερωτήματα: Α) προτεραιοποιείται η θεωρία ή η δράση; Β) είναι ιδεολογική η επιστήμη;
4.α.: “Προτεραιότητα Θεωρίας” vs “Προτεραιότητα Δράσης”
Παραθέσαμε παραπάνω τις θέσεις του Δογματισμού και του Ρεβιζιονισμού ως προς το ζήτημα της προτεραιότητας Θεωρίας ή Δράσης. Ο Δογματισμός, για μία σειρά λόγους που εξηγήθηκαν στην δεύτερη ενότητα, δίνει έμφαση στην δράση. Αντίθετα, ο Ρεβιζιονισμός δίνει έμφαση στην θεωρία, και παραμερίζει σε σημαντικό βαθμό την δράση. Και οι δύο στάσεις αυτές είναι λαθεμένες. Εξηγούμαστε: ο Μαρξισμός – Λενινισμός υποστηρίζει ξεκάθαρα την διαλεκτική σύνδεση θεωρίας και δράσης. Η διαλεκτική σύνδεση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως αναγωγή του ενός πόλου σε απόλυτα πρωτεύοντος – αντίθετα, απαιτεί αλληλεπίδραση των δύο πόλων (στην εξεταζόμενη περίπτωση θεωρία και δράση). Η αλληλεπίδραση αυτή σημαίνει ότι και η θεωρία έχει επιπτώσεις στην δράση, και η δράση έχει επιπτώσεις στην θεωρία. Παράδειγμα: η Κομμούνα του Παρισιού το 1871, είχε σαφείς επιρροές από τις ανερχόμενες σοσιαλιστικές ιδέες (επίδραση θεωρίας στην δράση). Η κατάληξή της, όμως, οδήγησε τον Κ. Μαρξ και τον Φρ. Ένγκελς να αναδιατυπώσουν σειρά θέσεων (επίδραση δράσης στην θεωρία). Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν τίθεται κάποια απ’ τις δύο έννοιες σε απόλυτη προτεραιότητα. Η πολιτική αυτομόρφωση (ατομική ή συλλογική) είναι καθήκον του κομμουνιστή στον ίδιο βαθμό που είναι και η πολιτική δράση.
4.β.: Επιστήμη και Πρισματικός Επιστημονισμός
Δογματισμός και Ρεβιζιονισμός είτε απορρίπτουν την επιστήμη ολικά (Δογματισμός) ή την αποθεώνουν στην αστική – ακαδημαϊκή μορφή της (ρεβιζιονισμός). Εξηγήσαμε παραπάνω τις πολιτικές σκοπιμότητες πίσω από την απόρριψη της Επιστήμης (εισαγωγή του ιδεαλισμού, καλλιέργεια ενός κλίματος «αλάθητου» ηγεσιών κλπ), αλλά και τους κινδύνους από την αποθέωση του αστικού ακαδημαϊσμού.
Εδώ αξίζει να αναλυθεί το ζήτημα του τι είναι επιστήμη, τι επιστημονισμός. Υπάρχουν διάφοροι ορισμοί του τι είναι επιστήμη. Είναι αναγκαίο εδώ να απορρίψουμε την ανάλυση των εμπειριστών, η οποία λέει ότι επιστήμη είναι μόνο ό,τι εμπεριέχει το σχήμα θεωρία – πείραμα – απόδειξη. Οι κοινωνικές, νομικές, πολιτικές επιστήμες δεν είναι καλές τέχνες, αλλά επιστήμες. Το αντικείμενο της επιστήμης είναι η επισταμένη μελέτη της αντικειμενικής πραγματικότητας, τόσο σε επίπεδο φυσικών ή εν γένει υλικών ζητημάτων, όσο και σε ζητήματα κοινωνικών ζητημάτων, ή εν γένει ζητημάτων του εποικοδομήματος. Ορισμένες φορές, τίθεται το ζήτημα της υλιστικής μελέτης των μη – υλικών αντικειμένων μελέτης. Η απάντηση στο ζήτημα αυτό είναι απλή: η επιστημονική μελέτη εφαρμόζει τον διαλεκτικό υλισμό σε μη-υλικά αντικείμενα απλώς με την διαλεκτική – υλιστική απάντηση στο πρωταρχικό ερώτημα της φιλοσοφίας και στο δίπολο διαλεκτική/μεταφυσική. Αυτό σημαίνει ότι στην εξερεύνηση μίας φιλοσοφικής θέσης πχ, δεν εξερευνάται μόνο η φιλοσοφική θέση σε ένα επιφανειακό επίπεδο, αλλά αντίθετα εντοπίζονται οι ρίζες της στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική πραγματικότητα. Υπ’ αυτήν την έννοια η επιστήμη περιλαμβάνει ενιαία θεωρητικούς και θετικούς κλάδους, οι οποίοι και διαχωρίστηκαν στα πλαίσια της καλλιέργειας της αστικής ιδεολογίας και της σχετικής ανάγκης για εξειδίκευση. Το ζήτημα, όπως άλλωστε έχει τεθεί και Μαρξιστικά, είναι η κατάργηση της εξειδίκευσης.
Στην σημερινή εποχή, εννοείται ότι το κυρίαρχο ρεύμα εκπαιδευτικά είναι εν γένει ιδεαλιστικό ή μεταφυσικό, αφού το εκπαιδευτικό σύστημα είναι μέρος του εποικοδομήματος και η μεταφυσική και ο ιδεαλισμός είναι χρήσιμα εργαλεία για την διατήρηση του status quo. Ειδικά στις σχολές των ανθρωπιστικών επιστημών, δεν διστάζουν να αναφέρονται θετικά ακόμα και σε ναζιστές θεωρητικούς, επικρατούν μεταφυσικές αναλύσεις, στην ψυχολογία προωθείται η Φροϋδική θεωρία κοκ. Στις δε φυσικές επιστήμες, επικρατεί η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» που αμφισβητείται από σημαντικούς ακαδημαϊκούς με αναφορά στον Διαλεκτικό Υλισμό, καθώς παραβιάζονται βασικές αρχές. Αντίστοιχα, στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση προωθούνται κεντρικά θεωρήσεις που είναι απολογητικές του υπάρχοντος συστήματος. Πολλοί, ιδιαίτερα οι δογματικοί, αξιοποιούν αυτήν την κατάσταση ως επιχείρημα για την απόρριψη της επιστήμης εν συνόλω. Τι αγνοεί αυτή η ανάλυση; Αγνοεί και συνειδητά συγκαλύπτει ότι πρώτον, υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις ακαδημαϊκών και εκπαιδευτικών που πάνε κόντρα σε αυτό το ρεύμα, ενώ παράλληλα αγνοεί το πιο βασικό γεγονός απ’ όλα για την επιστήμη: ότι από την στιγμή που η επιστήμη επηρεάζεται από το πρίσμα της ιδεολογίας, τότε παύει να είναι αντικειμενική επιστήμη και μετουσιώνεται σε επιστημονισμό, ο οποίος είναι πρισματικός και καταλήγει απολογητικός του κυρίαρχου συστήματος.
Παράλληλα, παρ’ όλη την αρνητική εικόνα που κυριαρχεί στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα παρέχονται κάποια βασικά εργαλεία (όπως η εκμάθηση στην μελέτη), τα οποία μπορούν και να αξιοποιηθούν αργότερα από έναν άνθρωπο που προβληματίζεται. Για να τεθεί πιο απλά, το ότι ο Μαρξισμός – Λενινισμός δεν διδάσκεται ως ξεχωριστό αντικείμενο στα σχολεία και τις σχολές, δεν είναι καλή δικαιολογία για το ότι δεν διαβάζει κάποιος αρκετά και σωστά πολιτική φιλοσοφία, ούτε μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν πρέπει να μελετάται.
5. Τελικά συμπεράσματα
Εξηγήθηκαν παραπάνω ορισμένοι προβληματισμοί ως προς το ζήτημα του δογματισμού και του ρεβιζιονισμού. Επιχειρήθηκαν να καταρριφθούν κάποια από τα θεμελιώδη ιδεολογήματα αυτών των ρευμάτων. Φυσικά, μία τέτοια κατάρριψη δεν θα μπορούσε να εξαντληθεί σε ένα σύντομο άρθρο όπως αυτό, και είναι ανάγκη στο μέλλον να προχωρήσουμε στην έκδοση ενός μεγαλύτερου εγχειριδίου/κειμένου με αυτήν την κατεύθυνση.
Παραμένοντας, όμως, στο βασικό ζήτημα του παρόντος άρθρου: εξετάζοντας τα παραπάνω, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι δογματισμός και ρεβιζιονισμός είναι αντι-μαρξισμός. Μπορεί να ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά όπως καταδείχθηκε παραπάνω καταλήγουν στην κοινή παραβίαση των ορίων της διαλεκτικής και του υλισμού. Το υπαρκτό θέμα, όμως, που καλείται η σύγχρονη κομμουνιστική αριστερά να λύσει είναι αυτό της οικοδόμησης ενός σύγχρονου κομμουνιστικού κινήματος και κόμματος, με αντίστοιχα σύγχρονες πολιτικές επεξεργασίες. Αυτές οι εξελίξεις, όμως, απαιτούν εγκατάλειψη της πολιτικής της ιδεολογικοπολιτικής περιχαράκωσης των οργανώσεων, αλλά και γνήσια επαναστατική στρατηγική: στρατηγική που θα συνδυάζει επαναστατική θεωρία και δράση σε συνάρτηση με τις κοινωνικές εξελίξεις, απαλλαγμένη από όλα τα αντι-μαρξιστικά βαρίδια.
(Αναδημοσίευση από το spartakosgr.wordpress.com)




