ΣΔ, από Αχτίδα Πειραιά
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Ξεκινώ το παρόν άρθρο – συμβολή λέγοντας πως πιστεύω πως οι Θέσεις κινούνται γενικά σε πολύ σωστή κατεύθυνση και η ανάπτυξη συζήτησης γύρω από αυτές κατά έναν ορθό και ολοκληρωμένο τρόπο μπορεί να συμβάλει στην καλυτέρευση των όρων που ως Οργάνωση παρεμβαίνουμε στο κίνημα. Ορμώμενος από αυτό ακριβώς το ζήτημα – ήτοι, της κινηματικής παρέμβασης – τοποθετούμαι και δημόσια μέσω της μεταφοράς μίας πείρας από τις προκλήσεις και την πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά μισθωτοί και ασκούμενοι δικηγόροι.
Για να μεταφερθεί η προαναφερθείσα πείρα, αξίζει να γίνουν κάποιες αναφορές στο εργασιακό status quo του κλάδου μας. Οι μισθωτοί και οι ασκούμενοι δικηγόροι βιώνουμε μία σύνθετη μορφή εκμετάλλευσης, η οποία και γεννά ιδιαίτερες απαιτήσεις για το πώς δρούμε σαν κίνημα. Αναλυτικότερα, το εργασιακό καθεστώς για τους μισθωτούς δικηγόρους είναι αυτό της επίπλαστης «συνεργασίας». Οι μισθωτοί δικηγόροι, δηλαδή, αντιμετωπίζονται όχι σαν εργαζόμενοι στις μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, αλλά σαν συνεργάτες με έμμισθη εντολή. Τι προβλήματα γεννά αυτό; Αφενός, δεν καλύπτονται από το σύνολο των εργασιακών δικαιωμάτων (δικαίωμα στην απεργία, αποζημίωση στην περίπτωση της απόλυσης, 8ωρο-5ήμερο κλπ), αφού δεν αναγνωρίζεται θεσμικά η εξαρτημένη σχέση εργασίας που υπάρχει στις συμβάσεις αυτές. Πρακτικά μιλώντας, πολλοί μισθωτοί δικηγόροι εργάζονται πάνω από 10 ώρες την ημέρα, για 6 ημέρες την εβδομάδα (πολλές φορές παίρνοντας και δουλειά «για το σπίτι»), έναντι 700 ή 800€ – άλλωστε το καθεστώς της συνεργασίας δεν δεσμεύει τον εργοδότη σε αναγκαστική παροχή κατώτατου μισθού. Από αυτό το ποσό, ο μισθωτός δικηγόρος καλείται να καταβάλει το 100% των ασφαλιστικών του εισφορών.
Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική για τους ασκούμενους. Οι ασκούμενοι δικηγόροι δεν λαμβάνουν υποχρεωτικά κάποιο ποσό – πλην των περιπτώσεων που μία τέτοια πρακτική μπορεί να υιοθετείται από τους Δικηγορικούς Συλλόγους για να κατευναστούν αντιδράσεις – αλλά αντίθετα θεωρείται πως «μαθαίνουν» το επάγγελμα κοντά σε έναν δικηγόρο. Παράλληλα, ο ασκούμενος (άσχετα του αν αμείβεται ή όχι) καλείται να καταβάλλει κάθε μήνα το 100% των ασφαλιστικών του εισφορών (35€) – και πάλι εξαιρούνται οι περιπτώσεις όπου οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, για να αποσιωπήσουν τις όποιες αντιδράσεις, καλούν τους δικηγόρους που απασχολούν ασκούμενους να καλύπτουν ένα μέρος των ασφαλιστικών εισφορών.
Απέναντι σε αυτές τις συνθήκες, όπως είναι αυτονόητο, προκύπτει η ανάγκη ύπαρξης μίας απάντησης με κινηματική μορφή. Φαινομενικά υπάρχει αυτή η κινηματική μορφή, μέσα από το Σωματείο Μισθωτών Δικηγόρων (ΣΜΔ). Χρησιμοποίησα την λέξη «φαινομενικά», καθώς υπάρχει μέσα στο ΣΜΔ μία πέμπτη φάλαγγα κατά του κινήματος, κατά των συλλογικών διεκδικήσεων του κλάδου μας. Αυτή η 5η φάλαγγα δεν είναι άλλη από την πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου, η λεγόμενη «Αγωνιστική Συσπείρωση Μισθωτών Δικηγόρων» που με σειρά μεθοδεύσεων έχουν υπονομεύσει την λειτουργία του Σωματείου και προσπαθούν να το οδηγήσουν σε μία ακόμη μεγαλύτερη εκτροπή. Τα θέματα αυτά πρόκειται να αναλύσω και παρακάτω.
Ξεκινάμε από το πρώτο ζήτημα: η υπονόμευση του Σωματείου. Είναι γεγονός πως το Σωματείο πραγματοποιεί συνελεύσεις τρεις ή τέσσερις φορές τον χρόνο (ενδεικτικά αναφέρουμε για το 2024: 1η ΓΣ Φλεβάρης του 2024, 2η ΓΣ Απρίλης του 2024, 3η ΓΣ Σεπτέμβρης του 2024). Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, καταλαβαίνουμε ότι οι «ηρωϊκοί μπροστάρηδες» του Σωματείου μπορεί να κάνανε τις βολτίτσες τους στις ημι-κομματικές συγκεντρώσεις του ρεβιζιονιστικού και ρεφορμιστικού χώρου, αντιλαμβάνονταν, όμως, την Γενική Συνέλευση ως μετέχουσα στα «μπάνια του λαού». Να τους υπενθυμίσει κάποιος ότι η Γενική Συνέλευση αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου και οι μισθωτοί δικηγόροι δεν θα δεχτούμε να γίνουμε μια απλή σφραγίδα. Παράλληλα, αξίζει να αναφερθεί ότι έχουν παραβιαστεί ψηφίσματα της ΓΣ, όπως αυτό που αφορούσε την πραγματοποίηση εκδήλωσης σχετικά με το ΛΟΑΤΚΙ+ ζήτημα (αντ’ αυτού το Σωματείο, με ευθύνη της πλειοψηφίας του ΔΣ, έκανε μια άσχετη εκδήλωση).
Δεύτερο ζήτημα: πώς τάσσονται αυτές οι δυνάμεις κατά των διεκδικήσεων μας; Η απάντηση είναι απλή. Όπως – ίσως – είναι γνωστό, η τελευταία ΓΣ ενέκρινε ένα σχέδιο Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (σχέδιο ΣΣΕ) που είχε εισαχθεί από την πλειοψηφία του ΔΣ. Το σχέδιο ΣΣΕ που εγκρίθηκε έχει αρκετά θετικά σημεία που όντως αποτυπώνουν ορισμένες από τις διεκδικήσεις μας (πχ 1750€ μικτά ως μισθό για τους μισθωτούς δικηγόρους), όμως σε αρκετά άλλα σημεία το περιεχόμενό του είναι από προβληματικό έως ανοιχτά φιλοεργοδοτικό. Θεσμοθετεί για παράδειγμα την τηλεργασία σε περιπτώσεις «έκτακτης ανάγκης» και υπό την μορφή της εθελοντικής προσφοράς της από τον εργαζόμενο. Ας δούμε γιατί κάτι τέτοιο είναι επικίνδυνο. Αναφέρονται στο σχέδιο ΣΣΕ κάποιες πιθανές αιτίες που εξηγούν τις περιπτώσεις τηλεργασίας, όπως είναι οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ασθένεια κ.α. Τι παραβλέπει, όμως, αυτή η αιτιολόγηση να αναφέρει; Ότι απλούστατα, σε πολλές περιπτώσεις ως «έκτακτες συνθήκες» ορίζονται ακόμη και απεργίες στις οποίες μπορεί ένας εργαζόμενος να «μην επιθυμεί» να μετέχει (στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει όταν ένας εργαζόμενος μπορεί να εκβιάζεται από την εργοδοσία για μη-συμμετοχή σε απεργία). Όσο για την «εθελοντική προσφορά» της τηλεργασίας, ας αφήσουν κάποιοι τα παραμύθια, είναι πασίγνωστο το κατά πόσο «εθελοντική» είναι αυτή η προσφορά. Το ακόμα χειρότερο, όμως, που προκύπτει από αυτό το σχέδιο ΣΣΕ είναι το ζήτημα της αμοιβής των ασκούμενων δικηγόρων: η αμοιβή ορίζεται στο 80% των αποδοχών των μισθωτών. Τι σημαίνει αυτό στο ουσιαστικό επίπεδο; Εισαγωγή της μαθητείας στον κλάδο των νομικών, διαιώνιση της άσκησης (που κατά την πλειοψηφία του ΔΣ παλεύουμε για την κατάργησή της, αλλά ως τότε λέμε ότι ο ασκούμενος είναι κατώτερος του μισθωτού) και φυσικά παραχώρηση φθηνού εργατικού δυναμικού στην εργοδοσία. Αλλά το ζήτημα χειροτερεύει: μέρος της αιτιολόγησης της μισθολογικής διαφοροποίησης μεταξύ μισθωτού και ασκούμενου στο σχέδιο ΣΣΕ ήταν ότι «αν ο μισθωτός και ο ασκούμενος παίρνουν τα ίδια χρήματα, τότε ο εργοδότης δεν θα προτιμά τον ασκούμενο, και έτσι με την αμοιβή στο 80% προστατεύεται ο ασκούμενος». Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς, πόσο διαφέρει αυτό από το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα περί «ανταγωνιστικού μισθού», όπου καλούνται οι εργαζόμενοι να λαμβάνουν «ανταγωνιστικούς» (δηλαδή χαμηλότερους) μισθούς, ώστε οι εργοδότες να έχουν λόγο να τους προσλάβουν. Με αυτή τη λογική και ρητορική, πόσο μακριά μπορεί να πάει το κίνημα; Προσωπικά εκτιμώ πως μπορεί να πάει (μόνο) πολύ πίσω και πολύ επικίνδυνα πίσω.
Τρίτο ζήτημα: η σχεδιαζόμενη μεγαλύτερη εκτροπή. Στην πιο πρόσφατη ΓΣ του Σωματείου αποφασίστηκε η διεξαγωγή των αρχαιρεσιών στις 8-9-10 Νοέμβρη του 2024 και η εκλογοαπολογιστική συνέλευση μια βδομάδα νωρίτερα, στις 2 Νοέμβρη. Ποιο το πρόβλημα με αυτό; Ότι οι ημερομηνίες των αρχαιρεσιών δεν είναι τυχαίες – έχουν μπει ώστε να συμπίπτουν με τις εξετάσεις των ασκούμενων δικηγόρων (οι οποίες πραγματοποιούνται και αυτές 8-10 Νοέμβρη) με σκοπό να αποκλειστούν οι ασκούμενοι (που είναι σημαντικό μέρος του Σωματείου) από τις αρχαιρεσίες. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι οι περισσότεροι ασκούμενοι που μετέχουν στο ΣΜΔ δεν ανήκουν στο σχήμα της πλειοψηφίας (Αγωνιστική Συσπείρωση Μισθωτών Δικηγόρων), αλλά στα υπόλοιπα σχήματα. Εάν περάσουν οι μεθοδεύσεις της πλειοψηφίας για άτυπο αποκλεισμό των ασκουμένων από τις διαδικασίες των αρχαιρεσιών, ουσιαστικά θα αφοπλιστούμε όλοι οι μισθωτοί δικηγόροι ως εργαζόμενοι, αφού αυτό θα σημάνει μία ουσιαστική υπονόμευση του Σωματείου και την επικύρωση ενός χαρακτήρα «σωματείου – σφραγίδα» που θα υπάρχει μόνο για τα προεκλογικά σποτάκια ορισμένων φορέων. Και αυτό θα είναι νερό στον μύλο της εργοδοσίας που πασχίζει να κάνει τα σωματεία να εξαφανιστούν.
Ανέπτυξα παραπάνω ορισμένα ζητήματα και μία πείρα από την συνδικαλιστική πραγματικότητα του κλάδου μας, ενός κλάδου που συχνά υποτιμάται και από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά και δεν αναγνωρίζονται οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε στο όνομα κάποιας ανώνυμης επαναστατικότητας. Στην ουσιαστική πολιτική, όμως, δεν είναι ωφέλιμο να καταγγέλλουμε μονάχα, πρέπει να προτείνονται και ουσιαστικές λύσεις μέσα από δράσεις. Τι μπορούμε να κάνουμε, για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά την συνδικαλιστική δράση στον κλάδο των Μισθωτών και Ασκουμένων Δικηγόρων; Για αρχή, πιστεύω ότι είναι ανάγκη όλοι οι ασκούμενοι και οι μισθωτοί που δεν έχουν γίνει μέλη στο Σωματείο να το πράξουν άμεσα, πριν την εκλογοαπολογιστική συνέλευση, ώστε να έχουν δικαίωμα ψήφου στις αρχαιρεσίες. Δεύτερον, να εξετάσουμε κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα σύμπραξης με άλλους συναδέλφους για την δημιουργία ενός σχήματος που θα απευθύνεται σε δημοκρατικούς προοδευτικούς εργαζόμενους με συνείδηση της ταξικής τους θέσης και αν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα να δώσουμε στήριξη σε κάποιο άλλο σχήμα. Όμως, δεν πρέπει να εγκλωβιστούμε στην θεσμική διάσταση της συνδικαλιστικής δράσης. Στο κείμενο των Θέσεων γίνεται αναφορά σε μία ανάγκη «πρώιμου μετωπικού σχηματισμού» ο οποίος συνιστά «ένα άτυπο δίκτυο δομών αυτοοργάνωσης και σχημάτων με μαρξιστική – λενινιστική παρέμβαση, τα οποία σε πολύ συγκεκριμένες συνθήκες συναντιούνται πολιτικά (πχ μέτωπο κατά της ακρίβειας ή/και του φασισμού)»[1]. Με αυτό συμφωνώ απόλυτα. Έτσι, λοιπόν, πιστεύω ότι χρειάζεται μία ιδιαίτερη δομή αυτοοργάνωσης στον κλάδο που θα δρα πλάι στο Σωματείο, πλάι στο όποιο σχήμα έχουμε για παρέμβαση εκεί. Αναφέρομαι σε μία μορφή πλατιού κλαδικού συμβουλίου, η οποία και θα μπορέσει να συντονίσει καλύτερα τις δράσεις των συναδέλφων στον κλάδο.
Με τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψής μας και με μόνο οδηγό την Κομμουνιστική Συνέπεια θα βγούμε νικητές στην μάχη για «Αντίσταση και Οργάνωση του Αγώνα», όπως είναι και το σύνθημα της Γ’ Συνδιάσκεψης μας.
Συντροφικά,
ΣΔ
[1] «Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής των Συνεπών Κομμουνιστικών Δυνάμεων για την Γ’ Συνδιάσκεψη», Θέση XXIII, σελ. 12




